- χιλιόκυκλος
- ο, Νφυσ. απλοποιημένη απόδοση τού όρου χιλιόκυκλος ανά δευτερόλεπτο, αλλ. κιλοχέρτς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilocycle < kilo- (< χίλιοι, βλ. λ. χιλι[ο]-) + -cycle (< κύκλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.